- αποτέτοιος
- -α, -ο1. χλευαστικά για πρόσωπα που αποφεύγουμε να κατονομάσουμε, ο δείνα, ο τάδε2. φρ. «είναι αποτέτοιος» — είναι κίναιδος3. «ο αποτέτοιος του» — ο πρωκτός του4. «η αποτέτοια του» — το πέος του.[ΕΤΥΜΟΛ. < απο - + (αντων.) τέτοιος].
Dictionary of Greek. 2013.